- λεβαντίνη
- Φρυγανώδες φυτό της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα), κοινό σε ξηρούς και πετρώδεις τόπους. Η επιστημονική του ονομασία είναι Santolina chamaecyparissus. Πρόκειται για πολυετή θάμνο, ύψους μέχρι 50 εκ., με ξυλώδη βλαστό και όρθιες, σκληρές και χνουδωτές διακλαδώσεις. Ολόκληρο το φυτό αναδίδει μια δυνατή και δυσάρεστη οσμή. Τα πτεροσχιδή φύλλα του, ενίοτε ενωμένα σε μασχαλιαίες δέσμες, αποτελούνται από μικρά, ωοειδή φυλλάρια διατεταγμένα σε τέσσερις σειρές. Τα κίτρινα ή λευκά άνθη σχηματίζουν υποσφαιρικά, μονήρη και επάκρια κεφάλια, που περιβάλλονται από λογχοειδή μυτερά λέπια και φέρονται πάνω σε ποδίσκους, έμφυλλους προς τα κάτω και γυμνούς προς τα άνω. Ο καρπός είναι αχαίνιο.
Η λ. αυτοφύεται κατά μήκος των ακτών της Δαλματίας (Κροατία), καθώς επίσης στην Αλγερία, στο Μαρόκο και στη νότια ζώνη της δυτικής Ευρώπης και είναι γνωστή για τις ανθελμινθικές της ιδιότητες. Παλαιότερα ήταν ευρύτατα διαδεδομένη η καλλιέργεια της ποικιλίας πολιά, για τη διαμόρφωση χαμηλών περιχειλωμάτων (μπορντούρας) ή για τη σύνθεση μωσαϊκών.
* * *η, και λεβαντίνι, το βοτ. φυσικό στείρο υβρίδιο.
Dictionary of Greek. 2013.